- φανφάρα
- η1) фанфара; 2) духовой оркестр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φανφάρα — (Μουσ.). Οξύς ήχος τρομπέτας, που ηχεί σε επίσημες τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις και, γενικά, σε περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας. Xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως προάγγελος σημαντικών γεγονότων από τον Μπετόβεν στον Φιντέλιο. Ο όρος… … Dictionary of Greek
φαμφάρα — η, Ν βλ. φανφάρα … Dictionary of Greek
φανφάρας — και φαμφάρας, ο, Ν [φανφάρα] ο φανφαρόνος … Dictionary of Greek
φανφαρονικός — και φαμφαρονικός, ή, ό, και φανφαρόνικος και φαμφαρόνικος, η, ο, Ν [φανφαρόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φανφαρόνο και στην φανφάρα, φανφαρονίστικος … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Φάλια, Μανουέλ ντε– — (Falla, Κάδιξ 1876 – Άλτα Γράθια, Αργεντινή 1946). Ισπανός συνθέτης. Στην επιμελή και μακρόχρονη προπαρασκευή του φαίνεται να αντανακλάται ο μόχθος της ισπανικής μουσικής παιδείας, που, ιδιαίτερα στα χρόνια της νεανικής του ζωής, έτεινε να… … Dictionary of Greek